κανναβάριος

κανναβάριος
κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανναβαρίους — κανναβάριος canabae) booth keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”